- παγκλέιστος
- παγκλέϊστος, -ον (Μ)1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστονη ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κλεϊστός (< κλεΐζω)].
Dictionary of Greek. 2013.