παγκλέιστος

παγκλέιστος
παγκλέϊστος, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον
η ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κλεϊστός (< κλεΐζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”